αντιπαχυντικός

αντιπαχυντικός
-ή, -ό
κατάλληλος για να προλάβει ή να καταπολεμήσει την πάχυνση του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + παχυντικός. Η λ. μαρτυρείται στον λογοτέχνη Δημήτριο Βικέλα (1835 -1905)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”